φωτ. Αρχείου
Γ.Κ., ετών 85,1991, Ντομπρίνοβο
"Τι να σου μολογήσω. Τι να σου πω. Έτσι είναι. Τα σκέφτομαι, τα ξαναφέρνω στο μυαλό μου και δεν μπορώ να τα πιστέψω. Δεν μπορώ να πιστέψω πως όλα αυτά έτυχαν σε μένα. Από που ν’ αρχίσω και που να τελειώσω. Από που. Θα μας πάρει πρωί. Πρωί θα μας πάρει άμα κάτσω να στα πω όλα...
Ορφανό παιδί, πέντε χρονώ, ξυπόλυτος, μ’ έναν παλιοτρουβά στον ώμο, έφυγα απ’ το χωριό. Που πήγαινα; Στο χαμό. Αλλά τί να ’κανα. Δεν είχα κανέναν. Κι αυτοί που ήταν, να πούμε, ήταν στα κακά τους τα χάλια. Φτώχεια, δυστυχία, κακό, εμένα θα κοίταζαν. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αυτό ήταν. Το ’μασα κι εγώ πίσω από ’να καραβάνι που πήγαινε στη Βλαχιά. Κρυφά κρυφά από πίσω, να μη με δουν. Μη βρουν το μπελιά τους. Πέντε χρονών παιδί σου λεω. Βυζανιάρικο. Από πίσω, από πίσω, αυτού κάτω, Δόλιανη, Βωβούσα, Περιβόλι, ξερω ’γω, Μαυραναίοι, αυτού τον κατήφορο προς τα Γρεβενά, στα Γρεβενά τους άφησα. Από δώ, από ’κει στα Γρεβενά, άνοιξη ήταν, πήγαινα στα χωράφια που δούλευε ο κοσμάκης, μου ’διναν καμιά χαψιά ψωμί, πέρασε κάνας μήνας πάνω κάτω, εκεί στα Γρεβενά. Πέρασε κάνας μήνας, να ’σου ένας τσιφλικάς με περιμαζεύει αυτού προς τα κάτω στη Δεσκάτη, πως έγινε πως έκανα βρέθηκα στα Τρίκαλα.
Τρίκαλα, Καρδίτσα, Φάρσαλα εκεί όλο κάμπος. Τσιφλίκια. Με πήρε ένας ψυχοπαίδι. Τι ψυχοπαίδι, εδώ που τα λέμε χουσμεκιάρη. Ε, στην αρχή για να με καλοπιάσει μου ’κανε τα χατίρια, τόνα τάλλο ώσπου να στρώσω. Ύστερα, ύστερα είδα το χάρο με τα μάτια μου. Βρισιές, ξύλο, κακό. Βίος αβίωτος. Να μη στα πολυλογώ, έκατσα κάνα δυο-τρία χρόνια κουτσά στραβά, μετά άφαντος. Εκείνο τον καιρό είχε κλέφτες. Κλέφτες πολλούς. Γεμάτος ο τόπος. Πως έκανα, πως έμπλεξα, βρέθηκα σ’ ένα μπουλούκι από κλέφτες. Μικρό παιδί ακόμα σου λέω. Κι εκεί ψυχοπαίδι.
Αλλά εκεί πέρασα καλύτερα. Σκληροί ήταν οι άνθρωποι αυτοί. Σκληροί αλλά μπεσαλήδες. Μ’ είχαν για μικρά θελήματα, να πούμε, να τους κουβαλάω νερό, να τους ανάβω τη φωτιά καμιά φορά και να τους κάνω άλλα χατίρια, να κάνουν πλάκα. Να τους ξύνω την πλάτη, να τους λέω τραγούδια, τέτοια πράγματα. Έκατσα πολλά χρόνια κλέφτης. Άλλαξα κάνα δυο φορές μπουλούκι αλλά πάλι στο ίδιο γύρισα. Μ’ αγαπούσαν εκεί γιατί με μεγάλωσαν. Να όμως που όταν εγώ έβγαλα μουστάκια, έγινα άντρας να πούμε, τώρα, άρχισαν τα δύσκολα. Άρχισαν οι επικηρύξεις και τους μπήκε ο διάβολος κι αναμεταξύ τους κι ένας ένας ξαπαστρέβονταν. Είδες που σου ’πα πως μ’ αγαπούσε εμένα ο καπετάνιος αυτός που με συμμάζεψε πρώτος. Ε, αυτός μου λέει μια μέρα. «Παλικάρι μου φύγε. Εμείς τα φάγαμε τα ψωμιά μας. Εσύ ’σαι νέος ακόμα. Έχεις τη ζωή μπροστά σου. Φύγε και μην κοιτάς καθόλου πίσω. Δεν θα σε πειράξει κανένας. Εγώ είμαι ’δω». Μπεσαλήδες ανθρώποι σου λέω. Σκληροί ’μοβόροι, αλλά μπεσαλήδες. Με την τιμή στο μέτωπο. Το μαζεύω κι εγώ, δρόμο.
Δρόμο, αλλά που να πάω; Ποιος με περίμενε; Οι τσιφλικάδες; Ποιος; Στο χωριό ποιος ήξερε τι γίνονταν. Ζούσαν, πέθαναν, πού να ξέρω. Και πώς να πάω. Το σκέφτηκα, το σκέφτηκα, λύση δεν εύρισκα. Εκεί όμως στον κάμπο που έκατσα σ’ ένα χάνι άκουσα να μιλούν για επιστράτευση και για εθελοντές. Ρωτάω εκεί με τρόπο, μαθαίνω τα καθέκαστα να μη στα πολυλογώ, πάω και παρουσιάζομαι. Φαντάρος ο Κώστας. Φαντάρος ο Κώστας, στο μέτωπο ο Κώστας. Μακεδονομάχος. Να μη στα πολυλογώ, ανδραγάθησα εκεί στον πόλεμο και μ’ έκαναν λοχία. Έ, αφού μ’ έκαναν λοχία, λέω κι εγώ δεν γίνομαι χωροφύλακας όταν απολυθώ να φάω κάνα κομμάτι ψωμί. Έτσι και έγινε. Χωροφύλακας. Χωροφύλακας αλλά εδώ σ’ έχω. Χωροφύλακας και σε απόσπασμα καταδιώξεως ληστοσυμμοριτών. Να δεις πως έρχονται τα πράγματα. Να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται, ήμουν στο απόσπασμα που σκότωσε το Μπαμπάνη και τους άλλους κλέφτες. Το κεφάλι του Μπαμπάνη εγώ το παρέδωσα στην αστυνομία. Ποιος τον σκότωσε μη ρωτάς. Μη ρωτάς καθόλου. Αυτά είναι, αυτά... Τι να σου μολογήσω."